- ζωοκτονία
- η убой чужого скота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοκτονία — η (AM ζῳοκτονία) [ζωοκτόνος] το να θανατώνει κάποιος ένα ζώο νεοελλ. παράνομος φόνος ζώου ή ζώων, ο οποίος αποτελεί ειδικό αδίκημα … Dictionary of Greek
ζωοκτονία — η σκότωμα ζώου: Η ζωοκτονία αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται από το νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)